ἑδώλιον

ἑδώλιον
ἑδώλιον
seat
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑδωλίοις — ἑδώλιον seat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίοισι — ἑδώλιον seat neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίου — ἑδώλιον seat neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίων — ἑδώλιον seat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδωλίῳ — ἑδώλιον seat neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδώλια — ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… …   Dictionary of Greek

  • πρωρατικός — ή, ό / πρῳρατικός, ή, όν, ΝΑ [πρῳράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωράτη («πρῳρατικὸν ἑδώλιον», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. α) «πρωρατικά έργα» εργασίες που εκτελούνται στο πλοίο ή στον ναύσταθμο υπό την επίβλεψη τών πρωρέων ή ναυκλήρων, όπως… …   Dictionary of Greek

  • φειδώλιον — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «δίφρος, σφέλας, χόρτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδωλός. Η σύνδεση τού τ. με την οικογένεια τού φείδομαι δικαιολογείται πιθ. μέσω μιας σημ. «αυτός που φροντίζει, εξασφαλίζει ανάπαυση, ξεκούραση», όσον αφορά τη σημ. «δίφρος,… …   Dictionary of Greek

  • θἀδώλια — ἑδώλια , ἑδώλιον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”